Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

* ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΓΙΟΜΟ - Ένα παραμύθι από τη Γκάνα



  • ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΓΙΟΜΟ - Ένα παραμύθι από τη Γκάνα
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας φτωχός, πολύ φτωχός άνθρωπος, τόσο φτωχός που δεν είχε παρά ένα όνομα κι ένα όνειρο. Τ' όνομά του ήταν Γιόμο. Κι όλοι το ήξεραν στο χωριό. Κανένας, ωστόσο, δεν ήξερε τ' όνειρό του. Κανένας δεν είχε ακούσει ποτέ πως ο Γιόμο ήθελε ν' αγοράσει μια καινούρια, πολύχρωμη, μα πανάκριβη φορεσιά.
Μέρα νύχτα δούλευε ο Γιόμο. Δούλευε για το όνειρο. Για να μαζέψει χρήματα και ν' αγοράσει τη φορεσιά. Μα τα χρήματα δεν έφταναν. Κι ο Γιόμο όλο και πιο σκληρά δούλευε, όλο και πιο σκληρά...
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια κι ο Γιόμο κάποτε τα κατάφερε. Μέτρησε τα χρήματα που είχε μαζέψει, έβαλε τα νομίσματα το ένα πάνω στο άλλο και κείνα έφτασαν ψηλά, πολύ ψηλά, ίσαμε τ' όνειρο.
Και τότε αγόρασε τη φορεσιά. Ήταν πολύχρωμη! Ολοκαίνουρια! Ίδια με κείνη του ονείρου!
Όλοι στο χωριό θαύμαζαν τώρα του Γιόμο τη φορεσιά. Κι εκείνος δεν έλεγε να τη βγάλει από πάνω του. Δεν έλεγε να φορέσει άλλο ρούχο. Χρόνια κοπίασε, χρόνια στερήθηκε, καιρός τώρα να χαρεί τ' όνειρό του. Θα τη φορούσε, λοιπόν, θα τη φορούσε ώσπου να λιώσει.
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια κι άρχισε κάποτε να λιώνει, να σκίζεται η φορεσιά. Ο Γιόμο δεν απελπίστηκε. Το ύφασμα ήταν πάντα πολύχρωμο. Κι είχε μείνει αρκετό για ένα γιλέκο. Πήγε, λοιπόν, στο ράφτη, τον παρακάλεσε κι εκείνος του έραψε ένα γιλέκο με τα γερά κομμάτια που είχαν μείνει απ' τη φορεσιά.
Όλοι στο χωριό θαύμαζαν τώρα το γιλέκο του Γιόμο. Κι εκείνος δεν έλεγε να το βγάλει από πάνω του. Χρόνια και χρόνια είχε κοπιάσει για κείνο το ύφασμα. Θα το φορούσε, λοιπόν το γιλέκο, θα το φορούσε, ώσπου να λιώσει.
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια και το γιλέκο άρχισε πια να λιώνει, να σκίζεται. Ο Γιόμο, ωστόσο, δεν απελπίστηκε. Το ύφασμα ήταν ακόμη πολύχρωμο κι είχε μείνει αρκετό για ένα σκούφο. Πήγε, λοιπόν, στο ράφτη, τον παρακάλεσε κι εκείνος του έφτιαξε ένα σκούφο με τα γερά κομμάτια που είχαν μείνει απ' το γιλέκο.
Όλοι στο χωριό θαύμαζαν τώρα το σκούφο του Γιόμο. Κι εκείνος δεν έλεγε να τον βγάλει απ' το κεφάλι του. Χρόνια και χρόνια είχε δουλέψει για το πολύχρωμο ύφασμα. Θα φορούσε, λοιπόν, το σκούφο, θα τον φορούσε, ώσπου να λιώσει.
Κι όταν πέρασαν μέρες και πέρασαν μήνες και πέρασαν χρόνια, έλιωσε και ο σκούφος, μα ο Γιόμο πάλι δεν απελπίστηκε. Με το ύφασμα που 'χε απομείνει, έδωσε και του έφτιαξαν ένα κουμπί για το παλιό του το ρούχο. Και το κουμπί έγινε τόσο ωραίο, που όλοι το θαύμαζαν στο χωριό.
Πέρασαν όμως κι άλλες μέρες κι άλλοι μήνες κι άλλα χρόνια. Και κάποτε έλιωσε ακόμη και το κουμπί. "Τούτο το μικρούτσικο κομματάκι που απόμεινε", του είπαν τότε οι φίλοι του στο χωριό, "τίποτα πια δεν μπορείς να το κάνεις".
Ο Γιόμο, ωστόσο, είχε μάθει να μην απελπίζεται. Χαμογέλασε, λοιπόν, σαν τους άκουσε, και το ίδιο βράδυ το τριμμένο κουμπί της πολύχρωμης φορεσιάς το έκανε παραμύθι.